- ποιμνήϊος
- ποιμν-ήϊος, η, ον, [dialect] Ep. Adj.A of a flock or herd, σταθμός, σηκός, Il.2.470, Hes.Op.787.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιμνήιος — of a flock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνήϊος — ίη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ποιμνήιον — ποιμνήιος of a flock masc acc sg ποιμνήιος of a flock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνηίου — ποιμνήιος of a flock masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)